εὐδίνητον

εὐδίνητον
εὐδί̱νητον , εὐδίνητος
easily turning
masc/fem acc sg
εὐδί̱νητον , εὐδίνητος
easily turning
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευδίνητος — εὐδίνητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ εὐδίνητα») 2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.) μσν. αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”